μεταστρεπτικός

μεταστρεπτικός
μεταστρεπτικός, -ή, -όν (Α) [μεταστρέφω]
αυτός που είναι επιτήδειος ή κατάλληλος στο να μεταστρέφει ή αυτός που είναι αρμόδιος στο να διευθύνει («τῶν ἀγωγῶν ἄν εἴη καὶ μεταστρεπτικῶν ἐπὶ τὴν τοῡ ὄντος θέαν ἤ περί τὸ ἕν μάθησις», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταστρεπτικῶν — μεταστρεπτικός fit for turning another way fem gen pl μεταστρεπτικός fit for turning another way masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”